-
1 εὐνητήρ
A a bedfellow, husband, A.Pers. 137 (lyr.); of fish, Opp.H.4.383:—fem. [suff] εὐν-άτειρα ([dialect] Dor. form used by Trag.), θεοῦ μὲν εὐ. partner of his bed, A.Pers. 157 (troch.);εὐ. Διὸς λεχέων Id.Pr. 895
(lyr.), cf. Theoc. Syrinx 1: metaph., εὐνήτειρα νὺξ ἔργων that makes works cease, A.R.4.1058.II χιτὼν εὐνητήρ a night-shirt, Com.Adesp.920.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνητήρ
См. также в других словарях:
ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο … Dictionary of Greek